17 Ιουνίου ημέρα Παρασκευή. Πριν από κάποιες
εβδομάδες δηλαδή. Η φωνή του ήταν ίδια, ίσως λίγο πιο αδύνατη. «Ελα, έλα
να τα πούμε». Το ραντεβού κλείστηκε για το τέλος της εβδομάδας. «Θα σε
περιμένω». Εβλεπε ειδήσεις σε μια παλιά τηλεόραση που μόλις ξεχώριζε
ανάμεσα στα βιβλία. Η κυρία Ελένη, μια δυνατή Μολδαβή, πήρε εντολή να
μας φτιάξει καφέδες. Οπως τις έδινε τις εντολές ο Λεωνίδας. «Θα μας
φτιάξεις, βρε Ελένη, δυο καφεδάκια;». Τον δικό του ούτε τον άγγιξε. Ισως
να του το απαγόρευαν οι γιατροί και να ήθελε μόνο να τον βλέπει στο
φλιτζάνι. Η συνέντευξη - είχα πάει με κάμερες - κύλησε αργά. Κάναμε
διαλείμματα αλλά δεν ήταν αυτό. Κάποιες στιγμές σταματούσε. Σαν να
βουτούσε σε μεγάλα βάθη. Μια ανάσα - αναστεναγμός; - και συνέχιζε.
«Σταύρο, τελειώσαμε» μου είπε ξαφνικά. Το καροτσάκι κύλησε προς το
υπνοδωμάτιο. Ξάπλωσε κάτω από μια λεπτή λευκή κουβέρτα. Δεν ξέρω γιατί
την είχε ανάγκη. Εξω είχε ζέστη. Ισως να την είχε πλέξει η Καλλί, η
γυναίκα του. «Συνεχώς έπλεκε», μου είχε πει κάποτε. «Αρχισε με τα
πουλόβερ στη δικτατορία και από τότε δεν σταμάτησε».
Ο αγαπημένος του γάτος έτρεξε προς τη βεράντα. Ο ξύλινος Δον
Κιχώτης του σπιτιού τον περίμενε, να εποπτεύσουν μαζί την Αθήνα από
ψηλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου