Όμως, όπως αναφέρει στο newsbeast.gr, δεν έχει μετανιώσει για τίποτα αφού θεώρησε ότι εκείνο το βράδυ θα σκότωναν τον αδερφό του.
Μια «παραγγελιά» για ένα ζεϊμπέκικο ήταν αρκετή για τον Νικόλαο Κοεμτζή να έρθει στα χέρια με θαμώνες του νυχτερινού κέντρου «Νεράιδα». Απολογισμός της βραδιάς τρεις νεκροί, οκτώ τραυματίες, δύο άνθρωποι στη φυλακή: ο δράστης και ο αδερφός του, Δημοσθένης.
Ο Νικόλαος Κοεμτζής είχε πρόσφατα αποφυλακιστεί και πήγε στο κέντρο με τον αδερφό του για να διασκεδάσουν. Ο Δημοσθένης ζήτησε από την ορχήστρα «παραγγελιά». Τις «βεργούλες» του Μάρθου Βαμβακάρη. Και τότε άρχισαν όλα. Στο μαγαζί βρίσκονταν τρεις αστυνομικοί της Ασφάλειας που γνώριζαν τη συγγένεια των δύο αντρών και γι’ αυτό άρχισαν να χορεύουν γύρω από το Δημοσθένη. Και αμέσως ο Νικόλαος ξέσπασε. Φώναξε «παραγγελιά ρε». Έβγαλε το μαχαίρι. Οι αστυνομικοί έπεσαν νεκροί και τραυματίστηκαν ακόμη οκτώ άτομα.
Για το μακελειό καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο. Για τρία χρόνια ζούσε με την απειλή της εκτέλεσής του. Ήταν ο πρώτος που γλίτωσε τη ζωή του με την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα. Μετά από 23 χρόνια στη φυλακή, στις 31 Μαρτίου 1996, αποφυλακίστηκε.
Πλέον, κάθε μέρα από τις 8.30 το πρωί βρίσκεται στο Μοναστηράκι και πουλάει την αυτοβιογραφία του για να ζήσει. Φεύγει από το πόστο του περίπου στις 17.30 το απόγευμα και πάει σπίτι του για να ετοιμαστεί για τη δουλειά της επόμενης ημέρας. Έτσι κυλάει όλη η εβδομάδα του: από τη Δευτέρα μέχρι την Κυριακή. Στην Αθήνα μένει σε ένα μικρό διαμέρισμα αρκετά κοντά από τη δουλειά του. Για να μην αργεί τα πρωινά.
Τον στεναχωρεί όμως, το γεγονός ότι ο κόσμος πλέον δεν διαβάζει. Λίγοι άλλωστε αγοράζουν το βιβλίο του, όπως παραδέχεται. Τον στεναχωρεί ακόμη που δεν κατάφερε να παντρευτεί. Τον θλίβει το ότι κανείς δεν γνωρίζει το μέλλον της Ελλάδας. Αλλά εκείνος στέκεται πάντα εκεί: στο πόστο του στο Μοναστηράκι κοιτάζοντας τους περαστικούς και περιμένοντας τους επίδοξους αναγνώστες του βιβλίου του.
Ο Νικόλαος Κοεμτζής είχε πρόσφατα αποφυλακιστεί και πήγε στο κέντρο με τον αδερφό του για να διασκεδάσουν. Ο Δημοσθένης ζήτησε από την ορχήστρα «παραγγελιά». Τις «βεργούλες» του Μάρθου Βαμβακάρη. Και τότε άρχισαν όλα. Στο μαγαζί βρίσκονταν τρεις αστυνομικοί της Ασφάλειας που γνώριζαν τη συγγένεια των δύο αντρών και γι’ αυτό άρχισαν να χορεύουν γύρω από το Δημοσθένη. Και αμέσως ο Νικόλαος ξέσπασε. Φώναξε «παραγγελιά ρε». Έβγαλε το μαχαίρι. Οι αστυνομικοί έπεσαν νεκροί και τραυματίστηκαν ακόμη οκτώ άτομα.
Για το μακελειό καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο. Για τρία χρόνια ζούσε με την απειλή της εκτέλεσής του. Ήταν ο πρώτος που γλίτωσε τη ζωή του με την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα. Μετά από 23 χρόνια στη φυλακή, στις 31 Μαρτίου 1996, αποφυλακίστηκε.
Πλέον, κάθε μέρα από τις 8.30 το πρωί βρίσκεται στο Μοναστηράκι και πουλάει την αυτοβιογραφία του για να ζήσει. Φεύγει από το πόστο του περίπου στις 17.30 το απόγευμα και πάει σπίτι του για να ετοιμαστεί για τη δουλειά της επόμενης ημέρας. Έτσι κυλάει όλη η εβδομάδα του: από τη Δευτέρα μέχρι την Κυριακή. Στην Αθήνα μένει σε ένα μικρό διαμέρισμα αρκετά κοντά από τη δουλειά του. Για να μην αργεί τα πρωινά.
Τον στεναχωρεί όμως, το γεγονός ότι ο κόσμος πλέον δεν διαβάζει. Λίγοι άλλωστε αγοράζουν το βιβλίο του, όπως παραδέχεται. Τον στεναχωρεί ακόμη που δεν κατάφερε να παντρευτεί. Τον θλίβει το ότι κανείς δεν γνωρίζει το μέλλον της Ελλάδας. Αλλά εκείνος στέκεται πάντα εκεί: στο πόστο του στο Μοναστηράκι κοιτάζοντας τους περαστικούς και περιμένοντας τους επίδοξους αναγνώστες του βιβλίου του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου